Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπέκδοσις
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκεῖθεν
ἀπεκέλλερεν
ἀπέκιξα
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπεκλέγομαι
ἀπεκλεκτικός
ἀπεκλογή
ἀπεκλούομαι
ἀπεκλύω
ἀπεκρίπτω
ἀπέκρυσις
ἀπέκτασις
ἀπεκτείνω
ἀπέκτητος
ἄπεκτος
ἀπεκφορέω
ἀπελασία
ἀπέλασις
View word page
ἀπεκλούομαι
ἀπεκ-λούομαι
, v. l. for
ἐκλ.
in
Dsc.
1.99
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπεκλούομαι
Headword (normalized):
ἀπεκλούομαι
Headword (normalized/stripped):
απεκλουομαι
IDX:
11793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11794
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεκ-λούομαι</span>, v. l. for <span class="foreign greek">ἐκλ.</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.99 </span>.</div><br><br>'}