Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειροτεχνής
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων1
ἀπείρων2
ἀπείς
ἀπεισουτῆρες
ἄπειστος
ἀπέκ
ἀπεκβαίνω
ἀπεκβάλλω
ἀπεκβιόω
ἀπεκβολή
ἀπέκγονος
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδίδωμι
ἀπεκδικέω
View word page
ἀπεισουτῆρες
ἀπεισουτῆρες·
σκόλοπες,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπεισουτῆρες
Headword (normalized):
ἀπεισουτῆρες
Headword (normalized/stripped):
απεισουτηρες
IDX:
11772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11773
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεισουτῆρες·</span> <span class="foreign greek">σκόλοπες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}