Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄπειρος
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειροτεχνής
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων1
ἀπείρων2
ἀπείς
ἀπεισουτῆρες
ἄπειστος
ἀπέκ
ἀπεκβαίνω
ἀπεκβάλλω
ἀπεκβιόω
ἀπεκβολή
ἀπέκγονος
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδίδωμι
View word page
ἀπείς
ἀπείς, v. sub ἀφίημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπείς
Headword (normalized):
ἀπείς
Headword (normalized/stripped):
απεις
IDX:
11771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11772
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπείς</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀφίημι.</span> </div><br><br>'}