Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειροτεχνής
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων1
ἀπείρων2
ἀπείς
ἀπεισουτῆρες
ἄπειστος
View word page
ἀπειροτέρμων
ἀπειρο-τέρμων
,
ονος
,
ὁ
,
A).
limitless,
of God,
Corp.Herm.
18.12
.
ShortDef
limitless
Debugging
Headword:
ἀπειροτέρμων
Headword (normalized):
ἀπειροτέρμων
Headword (normalized/stripped):
απειροτερμων
IDX:
11763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11764
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπειρο-τέρμων</span>, <span class="itype greek">ονος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">limitless,</span> of God, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Corp.Herm.</span> 18.12 </span>.</div> </div><br><br>'}