Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπειροθάλαττος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλεύομαι
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρολογία
ἀπειρομάχας
ἀπειρομεγέθης
ἀπειρομείζων
ἀπειρόμενος
ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος
ἀπειροσύνη
View word page
ἀπειρόμενος
ἀπειρόμενος·
ἀποφεύγων,
Cyr.
, cf.
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπειρόμενος
Headword (normalized):
ἀπειρόμενος
Headword (normalized/stripped):
απειρομενος
IDX:
11752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11753
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπειρόμενος·</span> <span class="foreign greek">ἀποφεύγων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span></span>, cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}