Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀπείρηθεν
ἀπείρηκα
ἀπείρητος
ἀπειρία1
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγραφος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος
ἀπειροειδής
ἀπειροθάλαττος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλεύομαι
ἀπειροκαλία
View word page
ἀπειρόγραφος
ἀπειρό-γρᾰφος, ον,
A). f. l. for ἀπερίγραφος , ib. 272 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπειρόγραφος
Headword (normalized):
ἀπειρόγραφος
Headword (normalized/stripped):
απειρογραφος
IDX:
11735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11736
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπειρό-γρᾰφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f. l. for <span class="ref greek">ἀπερίγραφος</span> , ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:272" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:272/canonical-url/"> 272 </a>.</div> </div><br><br>'}