Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
ἀπείραστος
ἀπείρατος
ἀπείρατος
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρηκα
ἀπείρητος
ἀπειρία1
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγραφος
ἀπειρόγωνος
View word page
ἀπείρηκα
ἀπείρηκα,
A). v. ἀπεῖπον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπείρηκα
Headword (normalized):
ἀπείρηκα
Headword (normalized/stripped):
απειρηκα
IDX:
11726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπείρηκα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπεῖπον.</span> </div> </div><br><br>'}