Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεικότως
ἀπειλέω1
ἀπειλέω2
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητής
ἀπειλητικός
ἀπείλλω
ἄπειμι1
ἄπειμι2
ἀπεῖπον
ἀπειραγαθέω
ἀπειραγαθία
ἀπειράγαθος
Ἀπειραῖος
ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
ἀπείραστος
View word page
ἀπείλλω
ἀπείλλω,
A). v. ἀπίλλω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπείλλω
Headword (normalized):
ἀπείλλω
Headword (normalized/stripped):
απειλλω
IDX:
11708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11709
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπείλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπίλλω.</span> </div> </div><br><br>'}