Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλεπτῆ
ἀβλέπτημα
ἄβλεπτος
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
ἄβληρα
ἀβλής
ἀβλήτηρες
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβλοπές
ἀβοαί
ἀβοατί
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
View word page
ἀβλήτηρες
ἀβλήτηρες· μάρτυρες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβλήτηρες
Headword (normalized):
ἀβλήτηρες
Headword (normalized/stripped):
αβλητηρες
IDX:
116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-117
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβλήτηρες·</span> <span class="foreign greek">μάρτυρες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}