Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπείθη
ἀπειθήνιος
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασία
ἀπείκασμα
ἀπεικασμός
ἀπεικαστέον
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
ἀπειλέω1
ἀπειλέω2
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητής
ἀπειλητικός
ἀπείλλω
View word page
ἀπεικότως
ἀπεικότως, ἀπεικώς,
A). v. ἀπέοικα.


ShortDef

unreasonably

Debugging

Headword:
ἀπεικότως
Headword (normalized):
ἀπεικότως
Headword (normalized/stripped):
απεικοτως
IDX:
11698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεικότως</span>, <span class="orth greek">ἀπεικώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπέοικα.</span> </div> </div><br><br>'}