Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπείθη
ἀπειθήνιος
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασία
ἀπείκασμα
ἀπεικασμός
ἀπεικαστέον
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
ἀπειλέω1
View word page
ἀπειθήνιος
ἀπειθήνιος, ον,
A). disobedient, BGU 747i6 (ii A.D.).


ShortDef

disobedient

Debugging

Headword:
ἀπειθήνιος
Headword (normalized):
ἀπειθήνιος
Headword (normalized/stripped):
απειθηνιος
IDX:
11689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11690
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπειθήνιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disobedient</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 747i6 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}