Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεδοποιέω
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπείθη
ἀπειθήνιος
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασία
ἀπείκασμα
ἀπεικασμός
ἀπεικαστέον
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
View word page
ἀπείθη
ἀπείθη, ἀπείθησαν, Ion. aor. 1 Pass. of ἀφίημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπείθη
Headword (normalized):
ἀπείθη
Headword (normalized/stripped):
απειθη
IDX:
11688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπείθη</span>, <span class="orth greek">ἀπείθησαν</span>, Ion. aor. 1 Pass. of <span class="foreign greek">ἀφίημι.</span> </div><br><br>'}