Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαχλυόομαι
ἀπαχλύω
ἄπαχος
ἀπαχυρίζω
ἀπεγγυαλίζω
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδανός
ἀπέδεσθαι
ἀπεδίζω
ἀπέδιλος
ἀπεδοποιέω
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπείθη
View word page
ἀπεδοποιέω
ἀπεδοποιέω,
A). v. ἀπειδοποιέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπεδοποιέω
Headword (normalized):
ἀπεδοποιέω
Headword (normalized/stripped):
απεδοποιεω
IDX:
11678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεδοποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπειδοποιέω.</span> </div> </div><br><br>'}