Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπαυστίας
ἄπαυστος
ἀπαυτίκα
ἀπαυτοματίζω
ἀπαυτομολέω
ἄπαυτος
ἀπαυχενίζω
ἀπαφίνιον
ἀπαφίσκω
ἀπαφός
ἀπαφούλιστορ
ἀπαφρίζω
ἀπάχεια
ἀπαχής
ἀπαχλυόομαι
ἀπαχλύω
ἄπαχος
ἀπαχυρίζω
ἀπεγγυαλίζω
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδανός
View word page
ἀπαφούλιστορ
ἀπαφούλιστορ·
σταφυλῖνος
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπαφούλιστορ
Headword (normalized):
ἀπαφούλιστορ
Headword (normalized/stripped):
απαφουλιστορ
IDX:
11664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11665
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαφούλιστορ·</span> <span class="foreign greek">σταφυλῖνος</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}