ὠφέλημα
ὠφέλ-ημα, ατος, τό,
A). a useful or serviceable thing, service, benefit, Pr. 251 ; ἀνθρώποισιν ὠφελήματα ib. 501 ; of a person, ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς ib. 613 , cf. Tr. 703 .
2). ὠφελήματα things good in themselves, e.g. harmony, goodwill, opp. εὐχρηστήματα, Stoic. 3.23 , cf. 136 .
II). generally, use, advantage, profit, τί δῆτα δόξης .. ὠ. γίγνεται; OC 259 , cf. Hier. 10.3 ; ὠφελήματα πατρίδος Ages. 7.2 .