Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὧρος
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπιον
ὡρόσκοπος
ὡροτρόφος
ὤρρα
ὠρτός
ὤρυγγες
ὠρυγή
ὠρυδόν
ὠρυθμός
ὠρυκτής
ὤρυμα
ὠρύομαι
ὠρυτός
ὠρώρει
ὠρωρύγμην
View word page
ὠρτός
ὠρτός· βωμός, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠρτός
Headword (normalized):
ὠρτός
Headword (normalized/stripped):
ωρτος
IDX:
116380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116381
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὠρτός·</span> <span class="foreign greek">βωμός,</span> Id.</div><br><br>'}