ὡροσκοπ-έω, Astrol., of a zodiacal sign or part of one,
A). mark by its rising the time of birth,
to be in the ascendant, τὸν χρόνον τοῦ ἀνίσχοντος ζῳδίου καὶ κατ’ ἀκρίβειαν -οῦντος λαμβάνειν S.E. M. 5.70 , cf.
Ptol. Tetr. 33 ;
τῆς ὡροσκοπούσης μοίρας Porph. ap.
Stob. 2.8.42 .