Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὡρομέδων
ὡρονομεῖον
ὡρονομεύς
ὡρονομεύω
ὡρονομέω
ὡρονομικός
ὡρονόμιον
ὡρόνομος
ὤρορε
ὦρος
ὦρος
ὧρος
ὧρος
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπιον
ὡρόσκοπος
ὡροτρόφος
View word page
ὦρος
ὦρος (B), , Dor. for ὅρος (q. v.).


ShortDef

Oros, warrior in Homer
sleep ( > ἄωρος)
Dor. > ὅρος

Debugging

Headword:
ὦρος
Headword (normalized):
ὦρος
Headword (normalized/stripped):
ωρος
IDX:
116368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116369
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὦρος</span> (B), <span class="gen greek">ὁ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ὅρος</span> (q. v.).</div><br><br>'}