ὡρόνομ-ος (parox.),
ὁ,
A). hour-divider, i.e. a dial or clock, AP 14.6 ; cf. ὡρόμαντις.
II). in Astrology, =
ὡροσκόπος 11.1 ,
ascendant, Man. 1.30 ,
262 ,
3.120 ,
Doroth. ap.
Heph. Astr.
2.24 .
2). name of certain deities,
οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί Dam. Pr. 351 .