Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὡριόκαρπος
ὤριον
ὥριος
ὤριος
ὤριος
ὤρισμα
ὡρισμένως
ὤριστος
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρμέαται
ὤρνυεν
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
ὡρογραφίαι
ὡρογράφος
ὡρόδεσμος
ὡροδρομέω
ὡροδρόμημα
ὡροθετέω
ὡροκράτωρ
View word page
ὡρμέαται
ὡρμέᾰται, ὡρμέᾰτο,
A). v. ὁρμάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὡρμέαται
Headword (normalized):
ὡρμέαται
Headword (normalized/stripped):
ωρμεαται
IDX:
116340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὡρμέᾰται</span>, <span class="orth greek">ὡρμέᾰτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁρμάω.</span> </div> </div><br><br>'}