ὥριμος
ὥρῐμ-ος, ον (also α, ον Leg.Gort., v. infr.),
A). = ὡραῖος , ripe, καρπός Fr. 571 ; ὡρίμη κριθή Sch. Eq. 1233 , ; 1446.29 βότρυες, opp. ὄμφακες, AP 9.316 ( ); ὀπώρα : 17.67 timely, in season, of fish, : c. inf., 1.21 τοῦ ὑπάρχοντός μοι κλήρου .. ὡρίμου σπαρῆναι PTeb. 54.7 (i B. C.); καιρὸς ὡριμώτατος εἴς τι Gp. 9.9.7 .
2). marriageable, fem. ὡρίμα Leg.Gort. 8.39 .