Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὠρεύω
ὠρέω
ὤρη
ὠρημάτων
ὠρητύς
ὡρηφόρος
ὡριαίνω
ὡριαῖος
ὡριάς
ὠρίγγη
ὠρίζεσκον
ὠρίζω
ὡρικός
ὡριμάξω
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὠρινθιᾶν
ὡριόκαρπος
ὤριον
ὥριος
View word page
ὠρίζεσκον
ὠρίζεσκον
, v. sub
ὀαρίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὠρίζεσκον
Headword (normalized):
ὠρίζεσκον
Headword (normalized/stripped):
ωριζεσκον
IDX:
116322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116323
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὠρίζεσκον</span>, v. sub <span class="foreign greek">ὀαρίζω.</span> </div><br><br>'}