Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὡρακίζω
ὡρανιστήρ
ὤρανος
ὡραπολεῖν
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
ὠρείτης
ὠρείτροφος
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὤρεσσιν
ὤρετο
ὠρεύω
ὠρέω
ὤρη
ὠρημάτων
ὠρητύς
View word page
ὠρείτης
ὠρείτης,
A). v. ὡρίτης.


ShortDef

citizen of Oreus

Debugging

Headword:
ὠρείτης
Headword (normalized):
ὠρείτης
Headword (normalized/stripped):
ωρειτης
IDX:
116306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116307
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὠρείτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὡρίτης.</span> </div> </div><br><br>'}