Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραιόφθαλμος
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὡρακίζω
ὡρανιστήρ
ὤρανος
ὡραπολεῖν
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
ὠρείτης
ὠρείτροφος
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὤρεσσιν
ὤρετο
View word page
ὡραπολεῖν
ὡραπολεῖν· κατὰ τὴν εἰθισμένην ὥραν ἑκάστου ἔτους ἀναπολεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὡραπολεῖν
Headword (normalized):
ὡραπολεῖν
Headword (normalized/stripped):
ωραπολειν
IDX:
116301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὡραπολεῖν·</span> <span class="foreign greek">κατὰ τὴν εἰθισμένην ὥραν ἑκάστου ἔτους ἀναπολεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}