Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραιόφθαλμος
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὡρακίζω
ὡρανιστήρ
ὤρανος
ὡραπολεῖν
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
ὠρείτης
ὠρείτροφος
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
View word page
ὡρανιστήρ
ὡρανιστήρ· ἱμάς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὡρανιστήρ
Headword (normalized):
ὡρανιστήρ
Headword (normalized/stripped):
ωρανιστηρ
IDX:
116299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὡρανιστήρ·</span> <span class="foreign greek">ἱμάς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}