ὥρα1
ὥρα or ὤρα (B), only in Ion. form ὥρη, or ὤρη, some part of a sacrificial victim,
A). λάψεται γλῶσσαν, ὀσφῦν δασέαν, ὤρην SIG 1037.2 (Milet., iv/iii B.C.); τοὺς Ἴωνας λέγειν φασὶ τὴν κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν Sch.HQ : but distd. fr. 12.89 κωλῆ, λάψεται .. κωλῆν ἀντὶ τῆς ὤρης SIGl.c. 5 ; cf. ἄωρος(B). (Perh. cogn. with Lat. sūra.)