ὤρα
ὤρα (A), Ion. ὤρη, ἡ: (v. sub fin.):—
A). care, concern, mostly c. gen. and usu. joined with some word expressing or implying negation, ὤρη γάρ τ’ ὀλίγη πέλεται νεικέων little heed is there for strifes, Op. 30 ; ἀνδρὸς ἀλωμένου οὐδεμἴ ὤρη ; 10.11 μηδεμίαν ὤρην ἔχειν ἁρπασθεισέων [γυναικῶν] , cf. 1.4 3.155 , ; 1.27 ὤρην ἐποιήσαντο οὐδεμίαν , cf. 9.8 ; 4.43 ἤδη γὰρ ἔσχες ἐλπίδ’ ἑς ἐμοῦ θεοὺς ὤραν τιν’ ἕξειν; OC 386 ; ἔχω δέ τοι οὐδ’ ὅσον ὤραν χείματος ; 9.20 περὶ τῶν .. πλευρῶν οὐδεμίαν ὤ. ἔχεις ; 2 ὑπὲρ τούτων οὐδ’ ὀλίγην ἔθεντο ὤ. NA 1.59 ; τὰ θεῖα ἐν μηδεμιᾷ ὤ. τίθεσθαι Fr. 106 ; without a neg., εἰ πατρὸς νέμοι τιν’ ὤραν Tr. 57 ; εἰ δεῖ τῆς τῶν Αἰγυπτίων σοφίας .. ὤραν τίθεσθαι NA 12.7 . Poet. word, used in Ion. and late Prose. (Hence ὀλιγ-ωρία, cf. Op. l.c.: prob. fr. *vώρα, 'watching', cf. βῶροι (i. e. vῶροι)· ὀφθαλμοί, , and ὁράω; cf. οὖρος(B).)