Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὠνητικός
ὠνητός
ὠνήτωρ
ὠνιακός
ὤνιος
ὧννυ
ὠνομάδαται
ὠνομασμένως
ὦνος
ὠνοφύλαξ
ᾦξε
ᾠοβραχής
ᾠόγαλα
ᾠογενής
ᾠογονέω
ᾠογονία
ᾠοειδής
ᾠοθεσία
ᾠοθυτικά
ὠοιοί
ὠοίφιον
View word page
ᾦξε
ᾦξε,
A). v. οἴγω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾦξε
Headword (normalized):
ᾦξε
Headword (normalized/stripped):
ωξε
IDX:
116252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ᾦξε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οἴγω.</span> </div> </div><br><br>'}