Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμόγραυς
ὠμοδάϊκτον
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθάλεκτα
ὠμοθετέω
ὤμοθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
View word page
ὠμοθάλεκτα
ὠμοθάλεκτα· ὠμά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠμοθάλεκτα
Headword (normalized):
ὠμοθάλεκτα
Headword (normalized/stripped):
ωμοθαλεκτα
IDX:
116194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὠμοθάλεκτα·</span> <span class="foreign greek">ὠμά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}