Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβορεύς
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμόγραυς
ὠμοδάϊκτον
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθάλεκτα
ὠμοθετέω
ὤμοθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
View word page
ὠμοδάϊκτον
ὠμο-δάϊκτον· ὠμοσπάρακτον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠμοδάϊκτον
Headword (normalized):
ὠμοδάϊκτον
Headword (normalized/stripped):
ωμοδαικτον
IDX:
116189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116190
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὠμο-δάϊκτον·</span> <span class="foreign greek">ὠμοσπάρακτον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}