ὡμαλία
ὡμᾰλία, ἡ,
A). flat rate, average, ἐγδίδομεν .. τὰς μὲν στήλας .. πρὸς λίθον ἐφ’ ὡμαλίαν ὅ τι ἂν εὕρωσιν IG 7.3073.7 (Lebad., ii B. C.); συντελέσει διάχωμα μῆκος ἐφ’ ὡμαλίαν ε’, πλάτος κάτω ξ’ ἄνω μ’, ὥστ’ εἶναι ἐφ’ ὡμαλίαν ν’ PPetr. 3p.125 (iii B. C.). (Formed fr. ἀν-ωμαλία, cf. ὁμαλός.)