ὠκῠ-τόκιος,
ον,
A). promoting a quick birth, Dsc. 4.14 , 5.154 : λίθος Cyran. 46 .
II). ὠκυτόκιον (sc.
φάρμακον),
τό,
a medicine for this purpose, Hp. Mul. 1.77 ,
Steril. 224 ,
Ar. Th. 504 ,
Thphr. HP 9.9.3 ,
Berl.Sitzb. 1934.1046 (pl.):— in
Ar. the Rav. Ms. gives
ὠκυτόκεἰ; τὸ ὠκυτόκειον προπαροξύνεται Hdn.Gr.
1.376 ;
ὠκυτόκειον, ε’ῑ δίφθογγος· καὶ γὰρ