Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσημον
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκυτοκεύς
ὠκυτόκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
View word page
ὠκυτοκεύς
ὠκῠ-τοκεύς, v. sub ὠκυτόκον fin.


ShortDef

causing a quick birth

Debugging

Headword:
ὠκυτοκεύς
Headword (normalized):
ὠκυτοκεύς
Headword (normalized/stripped):
ωκυτοκευς
IDX:
116131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116132
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὠκῠ-τοκεύς</span>, v. sub <span class="foreign greek">ὠκυτόκον</span> fin.</div><br><br>'}