Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὤκυπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσημον
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκυτοκεύς
ὠκυτόκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
View word page
ὠκύσημον
ὠκύσημον
(
-σιμον
cod.):
ταχέως φανερόν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὠκύσημον
Headword (normalized):
ὠκύσημον
Headword (normalized/stripped):
ωκυσημον
IDX:
116127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116128
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὠκύσημον</span> (<span class="foreign greek">-σιμον</span> cod.): <span class="foreign greek">ταχέως φανερόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}