Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμοιρος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκύνω
ὠκῦπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὤκυπος
View word page
ὠκύνω
ὠκύνω,
A). = ταχύνω, ὀξύνω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠκύνω
Headword (normalized):
ὠκύνω
Headword (normalized/stripped):
ωκυνω
IDX:
116110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὠκύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ταχύνω, ὀξύνω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}