Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ὠκεανόβρυτος
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκήεις
ὠκίμινος
ὠκιμοειδής
ὤκιμον
ὠκιμώδης
ὤκινον
ὠκίς
ὤκιστος
ὠκύαλος
ὠκυβόαι
ὠκυβόλος
ὠκυγένεθλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
View word page
ὤκιστος
ὤκιστος, old Sup. of ὠκύς (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὤκιστος
Headword (normalized):
ὤκιστος
Headword (normalized/stripped):
ωκιστος
IDX:
116090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116091
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὤκιστος</span>, old Sup. of <span class="foreign greek">ὠκύς</span> (q. v.).</div><br><br>'}