ὠθισμός
ὠθ-ισμός, ὁ,
II). jostling, struggling, of combatants in a mêlée, Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠ. ἐγένετο πολλός ; 7.225 ἀπικέσθαι ἐς ὠ. to come to close quarters, ; 9.62 ὠ. ἀμφὶ τὰ θύρετρα An. 5.2.17 ; ὁ περῑ τὰς πύλας ὠ. καὶ πνιγμός , cf. 4.58.9 : metaph., 33.7 ὠ. λόγων dispute, altercation, , 8.78 9.26 .