Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωρανθεμίς
ψωράριος
ψωράω
ψωρίασις
ψωριάω
ψωρικός
ψωρίτης
ψωροπέταλοι
ψωρός
ψωροφθαλμία
ψωρώδης
ψώρωσις
View word page
ψωράριος
ψωρ-άριος, α, ον,
A). = ψωραλέος , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψωράριος
Headword (normalized):
ψωράριος
Headword (normalized/stripped):
ψωραριος
IDX:
116000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-116001
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψωρ-άριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ψωραλέος</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}