Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψυχθρός
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχινός
ψυχίον
ψυχμός
ψυχογονία
ψυχογονικός
ψυχογόνιμος
ψυχόγονος
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοσία
ψυχοδοτήρ
ψυχοειδής
ψυχοκρατητικός
ψυχόλεθρος
ψυχολέτης
ψυχολιπής
ψυχομαντεία
ψυχομαντεῖον
View word page
ψυχόγονος
ψῡχόγον-ος (parox.), ον, = foreg., Corp.Herm. 13.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψυχόγονος
Headword (normalized):
ψυχόγονος
Headword (normalized/stripped):
ψυχογονος
IDX:
115889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115890
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψῡχόγον-ος</span> (parox.), <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Corp.Herm.</span> 13.12 </span>.</div><br><br>'}