Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψυχεινός
ψυχεῖον
ψυχεμπορικός
ψυχέμπορος
ψυχή
ψυχήϊος
ψυχθρός
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχινός
ψυχίον
ψυχμός
ψυχογονία
ψυχογονικός
ψυχογόνιμος
ψυχόγονος
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοσία
ψυχοδοτήρ
ψυχοειδής
View word page
ψυχινός
ψῡχι-νός, , όν,
A). v. ψυχεινός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψυχινός
Headword (normalized):
ψυχινός
Headword (normalized/stripped):
ψυχινος
IDX:
115883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115884
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψῡχι-νός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ψυχεινός.</span> </div> </div><br><br>'}