Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχασμός
ψυχαστής
ψυχεινός
ψυχεῖον
ψυχεμπορικός
ψυχέμπορος
ψυχή
ψυχήϊος
ψυχθρός
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχινός
ψυχίον
ψυχμός
ψυχογονία
ψυχογονικός
ψυχογόνιμος
ψυχόγονος
View word page
ψυχθρός
ψυχθρός,
A). v. ψυχρός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψυχθρός
Headword (normalized):
ψυχθρός
Headword (normalized/stripped):
ψυχθρος
IDX:
115879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115880
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψυχθρός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ψυχρός.</span> </div> </div><br><br>'}