Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
ψυκτικός
ψύκτρα
ψύλλα
ψύλλειον
ψύλλερις
ψυλλία
ψυλλίζω
ψύλλιον
ψυλλιστής
ψύλλο
ψυλλόβρωτος
ψύλλος
ψυλλοτοξότης
ψύλων
ψῦξις
ψύρα
ψύρος
ψύττᾰ
ψύτταρον
View word page
ψυλλιστής
ψυλλιστής,
A). v. ψελλιστής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψυλλιστής
Headword (normalized):
ψυλλιστής
Headword (normalized/stripped):
ψυλλιστης
IDX:
115849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115850
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψυλλιστής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ψελλιστής.</span> </div> </div><br><br>'}