Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψυδράκιον
ψυδρακόω
ψύδραξ
ψυδρεύς
ψυδρός
ψυθ
ψυθιζομένων
ψύθος
ψυθῶνες
ψυῖαι
ψυκτά
ψυκτέον
ψυκτήρ
ψυκτηρίας
ψυκτηρίδιον
ψυκτήριον
ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
ψυκτικός
ψύκτρα
ψύλλα
View word page
ψυκτά
ψυκτά· ἡ μὴ πολλῷ ὕδατι πεφυρμένη μᾶζα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψυκτά
Headword (normalized):
ψυκτά
Headword (normalized/stripped):
ψυκτα
IDX:
115833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115834
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψυκτά·</span> <span class="foreign greek">ἡ μὴ πολλῷ ὕδατι πεφυρμένη μᾶζα,</span> Id.</div><br><br>'}