Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ψύδος
ψυδνός
ψυδράκιον
ψυδρακόω
ψύδραξ
ψυδρεύς
ψυδρός
ψυθ
ψυθιζομένων
ψύθος
ψυθῶνες
ψυῖαι
ψυκτά
ψυκτέον
ψυκτήρ
ψυκτηρίας
ψυκτηρίδιον
ψυκτήριον
ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
ψυκτικός
View word page
ψυθῶνες
ψυθῶνες·
διάβολοι,
Hsch.
: cf.
ψιδόνες.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ψυθῶνες
Headword (normalized):
ψυθῶνες
Headword (normalized/stripped):
ψυθωνες
IDX:
115831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115832
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψυθῶνες·</span> <span class="foreign greek">διάβολοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: cf. <span class="foreign greek">ψιδόνες.</span> </div><br><br>'}