Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψιλήπλευρα
ψιλῆται
ψιλίζομαι
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψιλίοις
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
ψιλόδαπις
ψιλοκέραμος
ψιλοκέρως
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψίλον
ψιλόπλευρον
View word page
ψιλόδαπις
ψῑλό-δαπις,
A). v. ψιλόταπις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψιλόδαπις
Headword (normalized):
ψιλόδαπις
Headword (normalized/stripped):
ψιλοδαπις
IDX:
115722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115723
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψῑλό-δαπις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ψιλόταπις.</span> </div> </div><br><br>'}