Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ψιθυρίς
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλακερ
ψίλαξ1
ψίλαξ2
ψιλεύς
ψιλήπλευρα
ψιλῆται
ψιλίζομαι
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψιλίοις
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
View word page
ψιλεύς
ψιλεύς
,
έως
,
ὁ
, in pl.
ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες,
Hsch.
;
ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ψιλεύς
Headword (normalized):
ψιλεύς
Headword (normalized/stripped):
ψιλευς
IDX:
115711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115712
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψιλεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, in pl. <span class="foreign greek">ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; <span class="foreign greek">ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}