Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ψιθύρα
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρίς
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλακερ
ψίλαξ1
ψίλαξ2
ψιλεύς
ψιλήπλευρα
ψιλῆται
ψιλίζομαι
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψιλίοις
View word page
ψίλακερ
ψίλακερ·
τὸ ἡγεῖσθαι χοροῦ,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ψίλακερ
Headword (normalized):
ψίλακερ
Headword (normalized/stripped):
ψιλακερ
IDX:
115708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115709
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψίλακερ·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἡγεῖσθαι χοροῦ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}