Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψηφιστέον
ψηφιστής
ψηφοβόλον
ψηφοειδής
ψηφοθεσμία
ψηφοθέτης
ψηφοθήκη
ψηφοκλέπτης
ψηφολογεῖον
ψηφολογέω
ψηφολογητός
ψηφολογικός
ψηφολόγος
ψηφοπαικτέω
ψηφοπαίκτης
ψηφοπαιξία
ψηφοπεριβομβήτρια
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
View word page
ψηφολογητός
ψηφο-λογητός, όν, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψηφολογητός
Headword (normalized):
ψηφολογητός
Headword (normalized/stripped):
ψηφολογητος
IDX:
115657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115658
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψηφο-λογητός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}