ψήφινος
ψήφ-ῐνος, ον, perh.
A). made of marble, λίθινος ἢ ψ. μυροθήκη as expl. of ἀλάβαστρον, AB 374 : ἀλάβαστρον· μυροθήκη λίθος ψήφινος, ( λίθινος ἢ ψ. ): ἀπὸ Ἁρποκράτου ψηφίνου from a marble (statue of) Harpocrates, PMag.Par. 1.1074 .