Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπαρρενόω
ἀπαρρησίαστος
ἄπαρσις
ἀπαρτάω
ἀπαρτής
ἀπάρτησις
ἀπαρτί
ἀπαρτία
ἀπαρτιζόντως
ἀπαρτίζω
ἀπαρτικός
ἀπαρτιλογέω
ἀπαρτιλογία
ἀπάρτιον
ἀπάρτισις
ἀπάρτισμα
ἀπαρτισμός
ἀπαρτίως
ἀπαρτύειν
ἀπαρυστέον
ἀπάρυστρον
View word page
ἀπαρτικός
ἀπαρτικός·
πρὸς ἄπαρσιν καὶ ἀποδημίαν ἕτοιμος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπαρτικός
Headword (normalized):
ἀπαρτικός
Headword (normalized/stripped):
απαρτικος
IDX:
11563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11564
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρτικός·</span> <span class="foreign greek">πρὸς ἄπαρσιν καὶ ἀποδημίαν ἕτοιμος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}